- κόνδυλον
- κόνδυλοςknucklemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BOSTRYX et BOSTERYCHUS — Grace Βόςτρυχος, dictus est globus nodusve crinium calamistrô invicem implexus et intortus cincinnus, quem etiam πλόκαμον Graeci Grammatici item τριχῶν κόνδυλον, dixêre. Proprie de crine muliebri, qui multos plerumque flexus et spiras habebat, ut … Hofmann J. Lexicon universale
CONDYLUS — apud Martialem, l. 5. Epigr. 80. v. 29. Sed, quod non grave sit, nec inficetum, Parvi tibia Condyli sonabit: Graece Κόνδυλος, pars est digiti eminens, in commissura pugni; quamvis alii nomen proprium Tibicinis hîc vocem esse volunt. Nempe… … Hofmann J. Lexicon universale
NODI Crinium — globique in vicem implexi et calamistrô intorti, Graecis Grammaticis πλόκαμοι dictisunt, et βόσρυχοι. Hesychius, Πλόκαμοι κόνδυλοι τριχῶν πεπλεγμένοι, quidquid enim in nodum extuberat, κόνδυλον Graeci vocabant; unde in digitis κόνδυλοι partes,… … Hofmann J. Lexicon universale
εντρίβω — (Α ἐντρίβω) νεοελλ. τρίβω με θεραπευτική αλοιφή αρχ. 1. τρίβω μέσα ή πάνω σε κάτι 2. καταφέρω χτύπημα, χτυπώ, κακοποιώ κάποιον («Ίππονίκῳ δέ... ἐνέτριψε κόνδυλον» τού έδωσε γροθιά, Πλούτ.) 3. τρίβω με καλλυντική ουσία 4. μέσ. βάζω καλλυντικά,… … Dictionary of Greek
κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… … Dictionary of Greek
όψο — το (ΑΜ ὄψον) 1. έδεσμα, τροφή 2. καθετί που τρώγεται μαζί με το ψωμί ή το κυρίως φαγητό ως προσφάγι ή για να προκαλέσει τη διάθεση για πόση κρασίου («κρόμμυον ποτῷ ὄψον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το κρέας, σε αντιδιαστολή προς το ψωμί και τις άλλες… … Dictionary of Greek